- δοντιάζω
- δόντιασα, δοντιάστηκα, δοντιασμένος1. βγάζω δόντια: Το μωρό γκρινιάζει όλη μέρα γιατί αρχίζει να δοντιάζει.2. πιάνω κάτι με τα δόντια: Ο σκύλος δόντιασε την μπάλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.